Πώς είναι δυνατόν, με μοχλό μόνο το 20% του ετήσιου προϋπολογισμού του Σχολείου που προσφέρει το Ιδρυμα Νιάρχου, να ανεξαρτητοποιηθεί το οικονομικά υγιές Σχολείο από τον έλεγχο της Κοινότητας;  Γιατί να γίνονται δεκτές όλες οι θρησκείες στο κοινοτικό σχολείο; Γιατί εκείνοι που έχουν μεγαλεπήβολα σχέδια δεν στρέφονται στην ίδρυση Ελληνικού Πανεπιστημίου όπου ασφαλώς θα υποδεχόμαστε με χαρά όλες τις θρησκείες και τις εθνότητες; ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ, ΓΙΑΤΙ Η ΣΥΣΚΟΤΙΣΗ;

Του Νίκου Σταματάκη*     

Από αρκετά μέλη της κοινότητας του Αγ.Δημητρίου τον τελευταίο καιρό ακούσαμε εύλογες απορίες και ανησυχίες για το θέμα του Σχολείου της Κοινότητας. Αφορμή για τον αναβρασμό είναι η μεγάλη δωρεά των $25 εκατομμυρίων του Ιδρύματος Νιάρχου στο σχολείο της κοινότητας, που αποτελεί μεγάλη ευκαιρία να αναβαθμιστεί αυτό το αληθινό στολίδι του Ελληνισμού. Προτού προχωρήσουμε στην παρουσίαση αυτών που έκπληκτοι ακούσαμε, θα υπογραμμίσουμε ότι υπάρχει μια αδικαιολόγητη προσπάθεια συσκότισης για το θέμα.  Κάτι τέτοιο είναι ανεπίτρεπτο για μη κερδοσκοπικά ιδρύματα. Αλλά στην περίπτωσή μας πρόκειται κυρίως για το ήθος και την ψυχή της «πιο ελληνικής» κοινότητας της Αμερικής.  Μιας κοινότητας στην οποία οι συμβολισμοί έχουν εξίσου μεγάλη σημασία με την ουσία των θεμάτων, επειδή ακριβώς αποτελεί την «Σημαία του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας» στη μεγάλη αυτή χώρα.  Και μόνο να αναλογιστεί κανείς τον τεράστιο αριθμό ιερωμένων και ψαλτών που έχουν βγει από τα σπλάχνα του Αγ.Δημητρίου και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε κάθε γωνιά της χώρας είναι αρκετό για να δείξει του λόγου το αληθές.  Σε μια τέτοια κοινότητα, όπου γονιμοποιείται το μέλλον της εθνότητάς μας στην Αμερική, η έλλειψη δημοσίου διαλόγου για το θέμα του Σχολείου είναι απαράδεκτη.  Για ποιο λόγο η συσκότιση άραγε; Εδώ δεν πρόκειται για τις ιδιωτικές δουλειές κάποιων αλλά για το κοινοτικό – αλλά και το εθνικό – συμφέρον.

Καταρχήν η μεγάλη δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου είχε ορισμένες προϋποθέσεις που έγιναν γνωστές και άλλες που δεν ανακοινώθηκαν, άγνωστο για ποιο λόγο.  Η προϋπόθεση που έγινε γνωστή ήταν ότι η δωρεά αφορούσε μόνον το ποσό του ετήσιου εισοδήματος (τόκων) των $25 εκατ., που με σημερινά δεδομένα είναι γύρω στα $800.000 (εκτός από μια αρχική δωρεά $500.000 που δόθηκε αρχικά για βελτίωση των εγκαταστάσεων του σχολείου).  Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης πρέπει να πούμε ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός του σχολείου είναι πάνω από $4 εκ.  (ενώ ο ετήσιος προϋπολογισμός της κοινότητας μόνο πάνω από $1 εκατομμύριο).  Με άλλα λόγια η δωρεά του Ιδρύματος εξασφαλίζει περίπου το 20% του προϋπολογισμού του σχολείου. Επίσης ακούστηκε (χωρίς να είναι απολύτως διασταυρωμένο), ότι το Ιδρυμα Νιάρχου ήθελε να εξασφαλίσει ορισμένα δεδομένα «οικονομικής υγείας» του σχολείου.  Εστειλε λοιπόν ορκωτούς λογιστές για να κάνουν έλεγχο, ο οποίος απέδειξε ότι τα λογιστικά βιβλία του σχολείου είναι εντάξει.  Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την μεγάλη αξία των ακινήτων του σχολείου (υπολογίζεται σε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια και είναι ξεπληρωμένα), αποδεικνύει ότι το Σχολείο έχει γερά οικονομικά θεμέλια όσο κι αν αντιμετωπίζει κάποια περιστασιακά προβλήματα στον προϋπολογισμό του.

Άλλη προϋπόθεση που φυσιολογικά θα ήθελε να έχει το Ιδρυμα Νιάρχου θα ήταν να έχει λόγο στη διοίκηση του Σχολείου  (και πάλι υποθέσεις κάνουμε και είναι ντροπή που δεν έχει ανακοινωθεί τίποτα επισήμως).  Σε αυτό κανείς δεν θα είχε αντίρρηση και θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με την συμμετοχή αντιπροσώπου(ων) του στο σχολικό συμβούλιο με δικαίωμα ψήφου.  Αντί όμως αυτών των λογικών ιδεών, παρουσιάστηκε πρόταση για δημιουργία νέου νομικού προσώπου στο διοικητικό συμβούλιο του οποίου θα συμμετέχουν άτομα για την επιλογή των οποίων η κοινότητα δεν θα έχει κανένα λόγο. Αξίζει άραγε, με αντάλλαγμα ένα «συμβολικό ενοίκιο» που θα καταβάλλει το νέο νομικό πρόσωπο στην κοινότητα, να χαθεί ο έλεγχος και μαζί και ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας του σχολείου; Οσο για τα άτομα που ακούστηκε μέσω ψιθύρων ότι θα αναλάβουν στο νέο διοικητικό συμβούλιο, έχουν ελάχιστη σχέση με την ελληνική παιδεία και καμία εμπιστοσύνη δεν προκαλούν. Είναι γέννημα του ίδιου νεποτισμού και της ίδιας ευνοιοκρατίας που οδήγησε την Αρχιεπισκοπή στην χρεοκοπία…

Τα έργα του Ιδρύματος Νιάρχου αποδεικνύουν ότι στελεχώνεται από ανθρώπους με αγάπη για τον Ελληνισμό και με μεγάλη εμπειρία στον τομέα τους.  Δεν νομίζουμε ότι αυτοί οι επαγγελματίες της φιλανθρωπικής δράσης απαίτησαν τον πλήρη έλεγχο του σχολείου με δημιουργία νέας νομικής προσωπικότητας – κάτι τέτοιο ακούγεται παράξενο έως πρωτοφανές.  Ποιο άραγε Ιδρυμα θα θεωρούσε σωστό και δίκαιο, βάζοντας μόνο το 20% του προϋπολογισμού, να «αρπάξει» τον πλήρη έλεγχο και μάλιστα όταν δεν έχει συνεισφέρει ούτε στην κατασκευή των σχολικών κτιρίων και ούτε ειδικεύεται στην ελληνική παιδεία και επομένως δεν διαθέτει «ειδική τεχνογνωσία»;  Εφόσον για δεκαετίες το σχολείο έχει αποδείξει ότι διαθέτει την απαραίτητη εμπειρία και οργάνωση, τότε τι λόγος υπάρχει να αλλάξει η νομική οργάνωσή του; Ας μας εξηγήσουν εκείνοι που έκαναν την πρόταση αυτή εάν προέρχεται από το Ιδρυμα Νιάρχου και, εάν ναι, ποιούς στόχους του Ιδρύματος εξυπηρετεί.

Υπάρχει βέβαια θέμα βελτίωσης της προσφερόμενης παιδείας και ειδικά στον τομέα της προσέλκυσης και διατήρησης του κατάλληλου προσωπικού.  Είναι γνωστό ότι πολλοί δάσκαλοι – που είναι καθόλα άξιοι και φιλότιμοι – θεωρούν το σχολείο ως εφαλτήριο για καριέρα στον δημόσιο τομέα όπου οι μισθοί είναι υπερδιπλάσιοι.  Για να τους δοθούν καλύτεροι μισθοί είναι απαραίτητη, ανάμεσα σε άλλα, η αύξηση του αριθμού των μαθητών.  Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, αλλά δεν είναι και αδύνατο. Σε κοντινή απόσταση υπάρχουν πολυπληθείς ελληνικές κοινότητες που δεν διαθέτουν ημερήσιο Γυμνάσιο-Λύκειο και οι οποίες, εφόσον βεβαιωθούν ότι πρόκειται τα παιδιά τους να μπουν σε ένα πρότυπο ελληνικό σχολείο, ασφαλώς και θα συνδράμουν. (Παρένθεση: Για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να θυμίσουμε σε ορισμένους δασκάλους που άκουσαν «εκατομμύρια του Νιάρχου» και ονειρεύονται διπλασιασμό των μισθών τους ότι πρέπει να κάνουν μια απλή διαίρεση: Η προσφορά του Ιδρύματος Νιάρχου είναι $800.000 ετησίως και το Σχολείο απασχολεί περίπου 90 άτομα. Ας μην κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους…)

Αντί αυτού, αντί δηλαδή να ενισχυθεί ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας του σχολείου, προτάθηκε από τον πρόεδρο της σχολικής επιτροπής κ.Ανδριώτη να γίνει νέος οργανισμός που να ανοίξει τις πόρτες του σε όλες τις θρησκείες και τις εθνότητες, όπως φάνηκε και σε πρόσφατη ανακοίνωση του Σχολείου για προσεχή εκδήλωση “Open House”.  Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς έκανε τον κ.Ανδριώτη, γνωστό υπέρμαχο παλαιότερα του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα του σχολείου και αντίπαλο της γενικότερης ιδέας των charter schools, να πάρει αυτή τη λαθεμένη κατεύθυνση. Όταν ζητήσαμε προ μηνών ενημέρωση για την φύση της δωρεάς Νιάρχου, μας παρέπεμψε «στις καλένδες».  Γεγονός όμως είναι ότι τώρα απαιτείται «ο ένας από τους δύο γονείς να είναι ορθόδοξος» και αυτό πρόκειται να αλλάζει… Κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο και ήδη έχει δημιουργήσει αντιδράσεις στην κοινότητα και στην Ομογένεια.  Kοινό παράπονο όλων είναι: «Εάν πρόκειται να δίνω $8,000 το χρόνο για να πηγαίνει το παιδί μου σε σχολείο όπου φοιτά κάθε καρυδιάς καρύδι, τότε το στέλνω και στο Δημόσιο…» Δηλαδή καταλήγουμε από τη μια να κερδίζουμε τα $800.000 του Ιδρύματος και από την άλλη να χάνουμε ελληνορθόδοξους μαθητές.  Αυτό άραγε θέλουμε; Όχι μόνο δεν θα υπάρχει κέρδος αλλά θα υπάρχει μεγάλη απώλεια, όχι τόσο οικονομική αλλά εθνική.

Πεποίθησή μας είναι ότι η Ομογένεια πρέπει να έχει δυνατούς οραματισμούς, όπως αυτούς που είχε κάποτε ο κ.Ανδριώτης όταν συνέβαλε δημιουργικά στην κτιριακή επέκταση του Σχολείου σε Γυμνάσιο-Λύκειο, μαζί με άλλους σπουδαίους οραματιστές και εργάτες της ελληνικής παιδείας, όπως ο Δημοσθένης Τριανταφύλλου, ο οποίος πρώτος λειτούργησε το Γυμνάσιο.  Ο οραματισμός που πρέπει όλοι μας να έχουμε – και ειδικά εκείνοι που θέλουν να ηγούνται – είναι η δημιουργία Ελληνικού Πανεπιστημίου στη Ν.Υόρκη.  Υπάρχουν οι προϋποθέσεις, αλλά απαιτείται θέληση και οργάνωση.  Εκεί ας κατευθύνουν τις δυνάμεις τους και εκεί αρμόζει η πρόσκληση προς «όλες τις θρησκείες και τις φυλές».

Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν για τους ηγέτες μας. Αντί να αναλώνονται στις ενδοκοινοτικές αλλαγές θεσμών που είναι γερά θεμελιωμένοι, όπως το Σχολείο του Αγ. Δημητρίου, ας θέσουν υψηλότερους στόχους που να οδηγούν την Ομογένεια στο αύριο.  Και αντί να νομίζουν ότι με την «μυστική διπλωματία» και την «παντογνωσία» τους θα τα καταφέρουν όλα μόνοι τους, ας αγκαλιάσουν τους πολλούς ομογενείς και ιδρύματα που έχουν διάθεση, γνώση, ικανότητες αλλά και χρήματα και μπορούν να κάνουν πολλά.  Αυτό άλλωστε είναι και το χαρακτηριστικό του σωστού ηγέτη, το πώς να ενώνει τους πάντες προς το κοινό στόχο. Ο αληθινός κοινωνικός ηγέτης οδηγεί και δεν ποδηγετεί, πείθει και δεν πειθαναγκάζει.  Η Ομογένεια δεν βρίσκεται στη εποχή των πιατάδων – έχουμε το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από όλες τις εθνότητες της Αμερικής. Γιατί κάποιοι επιμένουν να ζούν στη δεκαετία του 1960;

Νέα Υόρκη, 9 Μαρτίου 2019

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here