Του Στέλιου Τάτση
Τα χρόνια περνούν και όλα αλλάζουν όλα γίνονται πιό δύσκολα, η νεολαία τρέχει χωρίς φρένα… οι αποστάσεις που συνεχώς σμύκραιναν, μεγαλώνουν πάλι. Ο κορονωϊός, έστω κι’αν είναι μαϊμού… μας τρομάζει, γίνεται όπλο ανθρώπων-Σατανάδων που θέλουν να συρρικνώσουν τις μάζες και να διαφεντέψουν τον πλανήτη με Βασιλιά τον ίδιο τον Σατανά.
Ένας μικροσκοπικός ιός έγινε αιτία πολλών κακών που θα αλλάξουν πλέον την ζωή μας, εκτός και εάν ο Παντοδύναμος Θεός  βοηθήσει τον άθεο άνθρωπο, επιλέγοντας σαν Σωτήρα του τον Πρόεδρο Τράμπ. Εμείς κουτσά στραβά την κυλήσαμε, άλλοτε με φουρτούνες και άλλοτε με μπουνάτσες, ξεπεράσαμε τον κάβο …είδαμε, φθάσαμε, πατήσαμε και φιλήσαμε την Ιθάκη….. και τώρα πλέον δρομολογούμεθα για την ποθητή Ιθάκη.
Λυπούμαι αυτούς που αφήνουμε πίσω μας αυτούς που πέρνουν την σκυτάλη. Τους λυπούμαι
γιατί δεν έχουν τα δικά μας εφόδια, το δόλωμα των νεοταξιτών στο αγκίστρι ήταν από όπιο με περιτύλιγμα  σπάνιας γεύσης, παρασύρθηκαν και έγιναν έρμαιο μιας άλλης “ευδαιμονούσης“ ζωής, μιας υλιστικής ζωής χωρίς αξίες και εν πολλοίς χωρίς Θεό. Σ’αυτό φυσικά φταίμε όλοι μας. Τους προστατέψαμε με λάθος φόρμουλα, γιατί δεν τους αφήσαμε να δυσκολευτούν σαν εμάς  που η ζωή μας ήταν μια συνεχή πάλη, μια πάλη πότε με το βουβό και πότε με το ζωντανό κύμα …που όμως απολαμβάναμε με περισή γεύση τις λίγες μπουνάτσες, με ανατολές, ηλιοβασιλέματα, νύχτες με όλόγιομα φεγγάρια, που το φώς τους σκέπαζε την αγάπη και τον έρωτα, στιγμές που δεν αγοράζονται με χρήμα, είναι γαντζωμένες μόνο με το συναίσθημα.
Τους δώσαμε υπέρμετρη αγάπη, προστασία και υψώθηκαν χωρίς ρίζες γιατί δεν δώσαμε σημασία στο μέτρο κατά το οποίον το πολύ η το λίγο κάνει ζημιά. Βέβαια θα μου πείτε πάντα υπάρχει η ΕΛΠΙΔΑ, μα με τρομάζουν τα λόγια του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο μεν Πλάτων λέγει: “η υπερβολική ελευθερία μετατρέπεται σε υπερβολική υποδούλωση” και αυτό συμβαίνει στις μέρες μας. Ο δε Αριστοτέλης λέγει: “η ελπίδα είναι ένα όνειρο που πραγματοποιείται σε λίγους και στους πολλούς παραμένει  πάντα όνειρο απατηλό”.
Είδα πρωί πρωί την ανάρτηση  της εξαίρετης Χιώτισσας  και φίλης, συγγραφέως και λογοτέχνιδος Αγγελικής Συρρή, με φωτογραφίες, από φρέσκα αμύγδαλα (κακαλέρες τις λέγαμε στο χωριό μου), τσίκουδα και τα άτομα με τρελή σκέψη που ήταν η μασκότ εκείνης της εποχής. Ονόμασα τρελή τι σκέψη τους γιατί άλλοτε δεν ήξεραν τι έλεγαν και άλλοτε  κατέβαζαν πραγματική σοφία, όπως η Σκούνα  που όταν τον είδε ο Σταύρος ο Λιβανός ξαπλωμένο  στο μουράγιο της Χίου, εκεί στην αποβάθρα που έβγαιναν οι επιβάτες  των  ποσταλιών, έβγαλε και του έδωσε  ένα κατοστοδόλαρο. Η Σκούνα του το έδωσε πίσω, λεγοντάς ευχαριστώ μα δεν το θέλω, αν θέλεις να με κεράσεις ένα ούζο με μεζέ θα το δεχτώ μετά χαράς και θα σου πω και ένα τραγουδάκι. Ο Λιβανός εξετέλεσε την επιθυμία του, εκείνος το ήπιε μαζί με τον μεζέ και αμέσως έλαμψε από χαρά, από αγαλίαση.
Κάθησε όσο πιό άνετα μπορούσε και λέγει στον Σταύρο τον Λιβανό, (που κατά την γνώμη μου είναι ο Πατέρας, ο Πατριάρχης… της Χιακής ναυτιλίας και θα έπρεπε να είχαν θεσπισθεί,
ετήσιες εκδηλώσεις  προς τιμή του) : “Ο ουρανός και η θάλασσα έχουν το ίδιο χρώμα
η Σκούνα και ο Λιβανός θα μπούν στο ίδιο χώμα”.
Ο Λιβανός βαθειά συγκινημένος από το ποίημα με νόημα, έσκυψε και τον φίλησε. Τα άτομα με την τρελή σκέψη ήταν: “η Σκούνα, ο Γιάνναρος, η Καντηλέρα, ο Δήμος , ο Τούλιος και ο Γεώργιος Σφυρίδης από το Θολοποτάμι. Ο τελευταίος ξαναζωντάνεψε στην μνήμη μου,
ερχόταν τακτικά τα πέτρινα χρόνια της κατοχής στο πατρικό σπίτι στο χωριό και έτρωγε  στην φαρδιά πεζούλα κάτω από την  τεράστια Δάφνη στην αυλή του σπιτιού, άλλοτε πνιγούρι (χόντρο), άλλοτε όσπρια και άλλοτε σκέτο λάδι μέσα σε βαθύ πήλινο πιάτο , μέσα στο οποίο βουτούσε το δικό μας σιταρένιου ψωμί και έκανε παπάρα. Όταν τέλειωνε το φαγητό, άρχιζε τις ευχαριστίες: “Φχαριστώ σου Κυρά Παπαδιά ο Θεός να συγχορέσει τα πεθαμένα σου. Φυσικά δεν ήταν ο μοναδικός, ερχόταν και ο Τούλιος με το ένα χέρι, σοφός (ταίριαζε στο πι και φι ποιηματάκια), ήταν και πρακτικός κτηνίατρος που γιάτρευα δωρεάν τα ζώα και πολλοί άλλοι, κυρίως ναυτικοί, από τον Βροντάδο και την χώρα που για ένα πιάτο φαγητό  έδιναν τα στολίδια των σπιτιών των  που είχαν κουβαλήσει με τον μόχθο της θάλασσας  στις παραμυθένιες εκείνης της εποχής χώρες όλου του κόσμου.
Οι γονείς μου τους τραπέζωναν χωρίς να δεχθούν ούτε ένα απλό σουβενίρ. Κάθε χρόνο τούτες τις μέρες προετοιμαζόμουν για το υπερπόντιο ταξίδι, για το νόστιμον ήμαρ. Να πάω στη Χιό στον όμορφο Λιλικά και να επιβλέψω το πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος στο οικογενειακό Εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος που έχω μέσα στο κτήμα μου πίσω από το σπίτι μου. Εφέτος μάλιστα η γιορτή θα ήταν ξεχωριστή γιατί θα γιορτάζαμε τα 60 χρόνια από τότε που
χτίστηκε. Δυστυχώς οι συνθήκες είναι τέτοιες που  μετά από πολλά χρόνια “στου Ιούνη τις
οχτώ δεν θα είμαι μαζί σας”.
Ας ευχηθούμε  να έχουμε υγεία  να την γιορτάσουμε όλοι μαζί  του χρόνου με το καλό.
Υ.Γ:  Το εκκλησάκι θα λειτουργηθεί, ταπεινά με αρτοκλασία και μνημόσυνο. Αν υπάρξουν
προσκυνητές, θα τους παρακαλέσω, να παραμένουν στο δρόμο της Εκκλησίας κρατώντας τις αποστάσεις και ένας θα μπαίνει να προσκυνήσει και όταν επιστρέφει θα πηγαίνει πίσω από τον τελευταίο της γραμμής και θα συνεχίζει ο επόμενος και ούτω καθεξής.
Σας ευχαριστώ όλους, νοερά θα είμαι μαζί σας.
captatsis@gmail.com
 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here