ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ (Νίκος Σταματάκης): Είχα την μεγάλη τιμή και τύχη να λάβω υποτροφία από το Ιδρυμα Ωνάση (πρωτοστάτης του οποίου ακόμα και πριν το θάνατο του Ωνάση ήταν ο Ιωαννίδης) σε μια εποχή που ακόμα στην Ελλάδα επικρατούσε σημαντικός βαθμός αξιοκρατίας. Ανθρωποι της “μεγάλης γενιάς” της Ελλάδας, άνθρωποι όπως ο Παύλος Ιωαννίδης δεν θα διανούνταν ποτέ να ντροπιαστούν και να χάσουν την προσωπική τους τιμή εμπλεκόμενοι σε οποιεσδήποτε ύποπτες δοσοληψίες… Οι ίδιοι άνθρωποι είχαν το σθένος να κοιτάξουν το αφεντικό τους στα μάτια – και μάλιστα όταν το αφεντικό αυτό ήταν ένας Ωνάσης – και να του πουν στα ίσια: “Κάνεις Λάθος”… Αυτοί οι άνθρωποι λείπουν από τη σημερινή Ελλάδα, την χώρα των “γυμνοσάλιαγκων” και των “λαμόγιων”… Αιωνία του η μνήμη!
=========================================
Ὁ Παῦλος Ἰωαννίδης ἦταν ἕνας πολύ ξεχωριστός ἄνθρωπος
Του Δημήτρη Καπράνου (Εστία)
Μιλοῦσε λίγο, μιλοῦσε ἀργά, σχεδόν σιγά. Ἀλλά ὅταν μιλοῦσε, εἶχε πάντα κάτι νά πεῖ.
Εἶχα τήν εὐτυχία νά τόν γνωρίσω καί νά συζητήσω μαζί του πολλές φορές. Πότε γιά τόν Ὠνάση, πότε γιά τήν «Ὀλυμπιακή», πότε γιά τό Ἵδρυμα, τόν Ρουσέλ, τήν Ἀθηνᾶ. Γνωρίζοντας ὅτι εἶχα ἀπέναντί μου ἕναν ἄνθρωπο πού ἔζησε μιά ζωή σάν παραμύθι, δύσκολη καί γεμάτη ἑλιγμούς, ζωή πού ἄρχισε μέ προδιαγραφές πριγκηπικές, στήν Ἑλβετία… Ἡ πάμπλουτη μητέρα κι ἕνας πείσμων καί δυναμικός πατέρας, πρόωρος θάνατος τῆς μητέρας καί ὁ Παῦλος μέ τήν ἀδελφή του, μεγαλώνουν πλέον στήν Ἑλλάδα μέ τήν γιαγιά, ἐνῶ ὁ πατέρας φθείρεται σέ δικαστική διαμάχη γιά τήν διεκδίκηση τῆς περιουσίας τῆς γυναίκας του. Ἡ Γερμανική Σχολή γίνεται παρελθόν καί ὁ Παῦλος πηγαίνει σέ δημόσιο σχολεῖο. Καί στά 17 του θά βρεθεῖ στό «ἀντάρτικο», πολεμώντας κατά τῶν Γερμανῶν κι ὕστερα σέ ἀντιστασιακή ὀργάνωση στήν Ἀθήνα, πού τόν μυεῖ ἡ μετέπειτα σύζυγός του. Κι ἐνῶ θέλει νά γίνει καπετάνιος, μιά γυναίκα, στό βουνό, τοῦ λέει «θά γίνεις ἀεροπόρος», κι ἐκεῖνος γελάει. Ἀλλά ἡ γυναίκα, πού τοῦ «λέει τόν καφέ», εἶναι ἀνένδοτη. «Κι ἄν δέν εἶσαι., θά γίνεις»!… Μ’ αὐτόν τόν τίτλο, ὁ Παῦλος Ἰωαννίδης ἐξέδωσε σέ βιβλίο τήν ζωή του (ἀποκάλυψε δηλαδή ὅσα πίστευε ὅτι μποροῦσε νά ἀποκαλύψει) καί ἔδειξε στόν ἀναγνώστη ὅτι ἕνα Σαββατοκύριακο ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου μπορεῖ νά εἶναι ὅλη ἡ ζωή ἑνός «κανονικοῦ»… Συναντηθήκαμε, μερικές φορές στό γραφεῖο του. Κάποια στιγμή τοῦ εἶπα ὅτι θεωροῦσα παράξενο ἡ ἐγγονή τοῦ Ὠνάση νά μήν μετέχει ἐνεργά στό Ἵδρυμα. «Θέλω νά σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι τοὐλάχιστον ἐγώ δέν θά μποροῦσα ποτέ νά κάνω ὁτιδήποτε θά ἦταν ἀντίθετο μέ τίς ἐπιθυμίες τοῦ Ἀριστοτέλη Ὠνάση. Κι αὐτό θέλω νά τό πιστέψετε καί νά τό σεβαστεῖτε» μοῦ εἶπε. Ὁμολογῶ ὅτι τό ὕφος καί ὁ τόνος τῆς φωνῆς ἀλλά καί ἡ ἀποφασιστικότητα μέ τήν ὁποία μοῦ μιλοῦσε, δέν μοῦ ἄφησαν περιθώρια ἀμφιβολίας. «Σᾶς πιστεύω» τοῦ εἶπα καί ἡ συζήτησή μας τελείωσε ἐκεῖ.
Ὁ Παῦλος Ἰωαννίδης, ἀπό ὅποιο πόστο πέρασε, ἄφησε πίσω του ἔργο. Ἀπό τήν θέση τοῦ Γενικοῦ διευθυντῆ τῆς «Ὀλυμπιακῆς», τοῦ ἀντιπροέδρου τῆς Ἑνώσεως Ἑλλήνων Ἐφοπλιστῶν, τοῦ ἀντιπροέδρου τοῦ Δ.Σ τοῦ Ἱδρύματος Ὠνάση ἀλλά καί τοῦ στελέχους τῆς Ναυτιλιακῆς Ἑταιρείας Ὠνάση. Ἔφυγε ἥσυχα, πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση, ἀφήνοντας πίσω του ἔργο καί μιά ζωή γεμάτη ἐνδιαφέρον… Εἰς ἀνάμνησιν, ἕνα περιστατικό ἀπό τήν ζωή του στό τιμόνι τῆς «Ὀλυμπιακῆς», τῆς ἑταιρείας πού τοῦ ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά γίνει «σκιά» τοῦ Ὠνάση καί νά γίνει τελικά καί …καπετάνιος!
«Κατά τή διάρκεια ἀπεργίας, τόν Αὔγουστο τοῦ 1966, ἐπέστρεψα ἀπό ἕνα δρομολόγιο, πῆγα στά γραφεῖα τῆς ἑταιρείας, ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι ὁ Ὠνάσης, ὁ ξάδελφός του καί διευθύνων σύμβουλος τῆς Ὀλυμπιακῆς, Κώστας Κονιαλίδης, καί ὅλοι οἱ διευθυντές. Διαπίστωσα μιά γενική κατήφεια. Ρώτησα τί συνέβαινε καί μοῦ εἶπαν: “Αὔριο ἔχει κρατηθεῖ μιά ὁλόκληρη σελίδα σέ ὅλες τίς ἐφημερίδες γιά νά δημοσιευτοῦν ὀνομαστικά οἱ μισθοί τῶν χειριστῶν καί τῶν ἱπτάμενων μηχανικῶν, ὥστε νά μάθει ὅλος ὁ κόσμος πόσο πληρώνονται καί ὅτι φορολογοῦνται μόνο μέ 3%”».
Ὁ λόγος ἦταν ὅτι ἡ ἀπεργία μεταξύ τῶν αἰτημάτων εἶχε καί τό μισθολογικό. Μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Ὠνάσης ἦταν ἀνένδοτος, παρά τίς προσπάθειες πού εἶχαν κάνει γιά νά τόν μεταπείσουν. Τόν πλησίασα, καί ἀφοῦ τόν καλησπέρισα, τοῦ εἶπα: «Ἔμαθα γιά τήν ἀπόφασή σας σχετικά μέ τήν αὐριανή δημοσίευση. Δικαιολογῶ τήν ἀγανάκτησή σας. Ἔχετε δίκιο, ἀλλά δέν πρέπει νά δημοσιευτοῦν οἱ μισθοί».
«Γιατί;» μοῦ ἀπάντησε θυμωμένα. «Γιατί ἀρκετοί ἀπό τούς χειριστές καί τούς ἱπτάμενους μηχανικούς δέν ἔχουν πεῖ στίς οἰκογένειές τους ποιός εἶναι ἀκριβῶς ὁ μισθός τους. Ὁ καθένας γιά διαφορετικούς λόγους. Ὁ ἕνας ἐπειδή θέλει νά βοηθήσει τούς συγγενεῖς του καί γκρινιάζει ἡ γυναίκα του, ὁ ἄλλος ἐπειδή ἔχει δημιουργήσει πολλές ὑποχρεώσεις πού δέν μπορεῖ νά τίς δικαιολογήσει, καί ἄλλα πολλά. Ἡ ἀπεργία, ἀργά ἤ γρήγορα, θά τελειώσει, κύριε Ὠνάση, καί ἐμεῖς μέ αὐτούς θά συνεχίσουμε. Ἄς μή γίνουν μαλλιά κουβάρια μέ τίς οἰκογένειές τους.»
Μέ ἄκουσε μέ προσοχή. Σκέφτηκε λίγο καί μοῦ εἶπε: «Τό θέλεις πολύ;». «Nαί, κύριε Ὠνάση, τό θέλω πολύ, γιά τό καλό τῆς ἑταιρείας. Ἐγώ δέν ἔχω πρόβλημα» τοῦ ἀποκρίθηκα. Τότε στράφηκε πρός τόν Κονιαλίδη καί τοῦ εἶπε νά σταματήσει τή δημοσίευση. Ὅλοι ἀπόρησαν. Δεδομένου ὅτι εἶχε κρατηθεῖ μία ὁλόκληρη σελίδα σέ ὅλες τίς ἐφημερίδες πού θά κυκλοφοροῦσαν τήν ἑπομένη, ἀντικατέστησαν τόν κατάλογο μέ μιά ὁλοσέλιδη διαφήμιση τῆς Ὀλυμπιακῆς. Οἱ ἀναγνῶστες θά νόμισαν πώς στήν ἑταιρεία εἶχαν τρελαθεῖ. Διαφημίζαμε τά δρομολόγια ἐν ὥρᾳ ἀπεργίας!…