Του Γεωργίου Μούρτου
Θα συνοδεύσω τις φετινές εόρτιες σκέψεις για την Εθνική Εορτή μας, λίγο πριν την αποχώρησή μου από μια πολύχρονη, πολυσχιδή και πλούσια επαγγελματική πορεία, με μια συνέντευξη, που ακολουθεί. Η συνέντευξη παραχωρήθηκε με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο μου στο διαδικτυακό «Στέκι Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών», που διαχειρίζονται δύο κυρίες με πάθος για το ωραίο, την πνευματική δημιουργία και τους δημιουργούς: η κ. Έλενα Τζαβάρα και η κ. Αριάδνη Τζούμα.
Οι δύο Εθνικές Εορτές μας, παρουσιάζουν μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Τιμούν την έναρξη και όχι τη λήξη ενός εθνικού αγώνα. Και όχι τυχαία καθιερώθηκαν ως Εορτές του Έθνους. Οι λέξεις, στην Ελληνική, έχουν μοναδική εννοιολογική σημασία. Έθνος και όχι κράτος: το πρώτο, αναδεικνύει τον ελληνισμό σε παγκόσμια πολιτισμική δύναμη· το κράτος τον περιορίζει σε μια μικροσκοπική κουκίδα στον χάρτη, που αντιπροσωπεύει τον μεταπρατισμό σε προϊόντα, υπηρεσίες και ιδέες. Η «εορτή» στην παράδοσή μας ταυτίζεται με το πανηγύρι, το ξεφάντωμα, τη χαρά που είναι ταυτόχρονα και λύπη και γίνται χαρμολύπη, ένα μοναδικό ελληνικό συναίσθημα. Και αυτό συνέβη με το ΟΧΙ του πρωϊνού της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν όλη η χώρα ξέσπασε σε ένα ανείπωτο ενθουσιασμό, ένα παραλήρημα χαράς, που εξελίχθηκε σε παλλαϊκή αντίσταση ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό. Και τούτο, διότι η έννοια της εορτής για τους Έλληνες είναι συνυφασμένη με την έννοια της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Το ΟΧΙ του ΄40 ήταν ένα κάλεσμα ελευθερίας που προκάλεσε ξέσπασμα χαράς για ένα, ωστόσο, επερχόμενο οδυνηρό γεγονός, όπως είναι ο πόλεμος. Γι΄ αυτό η λαϊκή Μούσα στην Ελλάδα είναι δακρυσμένη. Και το δάκρυ είναι συλλογικό και βγαίνει μέσα από τον χορό –κυκλικός, πιασμένοι όλοι χέρι χέρι-, και το τραγούδι, γύρω από ένα τραπέζι με τη συμμετοχή όλων, καλλίφωνων και μη.
Αυτή η «συλλύπηση» απαλύνει τον πόνο, τον κάνει χαρμολύπη με ανεξήγητο τρόπο, όπως αναρωτιέται ο λαϊκός τραγουδοποιός:
Θεέ μου τι παράξενοι που είναι οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας, μα γελαστοί οι ανθρώποι.
(σχετικές αναφορές στο Βασίλης Καραποστόλης, “Όταν τραγουδά η λιτότητα”, Αντίφωνο, 30-08-2021)
Αυτή η ελληνική «παραξενιά» οφείλεται στα συλλογικά βιώματά μας. Ο Έλληνας σε καμία φάση της ιστορικής πορείας του δεν βίωσε συστημική απολυταρχία, φεουδαρχία, συγχωροχάρτια και ιερά πυρά, ώστε να έχει συσσωρευμένο μέσα του θυμό που αναζητά εκτόνωση. Ο ιστορικός χαρακτήρας του πλάστηκε με το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας. Γι΄ αυτό, οι συλλογικές μνήμες του δεν εορτάζονται με κραιπάλη, καρναβάλια και ακραίες συμπεριφορές, όπως στην Εσπερία.
Η αναντιστοιχία με την ευρωπαϊκή εμπειρία είναι εμφανής. Στην Ευρώπη, οι εορτές επιβάλλονται άνωθεν –τελευταία καθιερώθηκε το παράλληλο με το θρησκευτικό εορτολόγιο, για να γιορτάζεται η ημέρα της οικογένειας, όταν με νόμους την έχει καταργήσει, του περιβάλλοντος, όταν με την πολιτική της ανάπτυξης το έχει καταστρέψει κ.ο.κ-, ως «δώρου» για την καλή συμπεριφορά των υπηκόων, με τους άρχοντες να παραμένουν αποκομμένοι από τον λαό. Γι΄ αυτό οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις δεν παίρνουν τη μορφή γιορτής αλλά της εκδίκησης, του φόνου και της σφαγής.
Καταφεύγω σε συγκριτικές αναφορές, για να αναδείξω τη βαθύτερη έννοια της Εθνικής Εορτής μας, που παραπέμπει κατευθείαν στην ιστορική συλλογική υπόστασή μας. Αυτό, δηλαδή, που είμαστε και όχι αυτό που μας επιβάλλεται άνωθεν και έξωθεν να είμαστε: ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!
Και ευλόγως αναρωτιέται κανείς. Πόση ελευθερία μας έχει μείνει, όταν οι Εθνικές Εορτές μας περιορίζονται σε μονοσέλιδες αναφορές στα σχολικά βιβλία, όταν προτάσσεται ως προοδευτικό αφήγημα η αναθεώρηση της ωφελιμότητας των παρελάσεων και όταν το ηρωϊκό πνεύμα της θυσίας και της προσφοράς έχει υποκατασταθεί από τον δικαιωματισμό; Και εδώ ανοίγει ένα τεράστιο κεφάλαιο Πολιτικής, που είναι απόρροια των «παρεκκλίσεων» των ηγετικών ομάδων από το λαϊκό ήθος. Τούτο οφείλεται σε αυτό που ο ξεχασμένος από την ελληνική εκπαίδευση Οδυσσέας Ελύτης ονομάζει «ψευδοφάνεια», δηλαδή, έλλειψη γνησιότητας, μια συνεχής και αδιάκοπη πλαστογραφία σε καθετί ελληνικό. Και συνεχίζει ο νομπελίστας ποιητής σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έδωσε στον κορυφαίο φιλόλογο Ρένο Αποστολίδη (εφ. Ελευθερία, 15-06-1958), πως μόνο η γνήσια ελληνική παιδεία μπορεί να προικίσει τις ηγεσίες να ενστερνιστούν και να αποδώσουν το ήθος του λαού. Και τούτο είναι σημαντικό, διότι, όπως τονίζει, «ο λαός στις ώρες του κινδύνου και στο πείσμα της συστηματικής ηττοπάθειας των αρχηγών του, αίρεται, χάρη σ΄ έναν αόρατο, ευλογημένο μηχανισμό, στα ύψη που απαιτεί το θαύμα»! Και το θαύμα δεν προέρχεται ούτε από συμμαχίες ούτε από πανάκριβους εξοπλισμούς ούτε από τις επικκλήσεις του Διεθνούς Δικαίου. Διότι, όπως βροντοφωνάζει ακόμα ένας ξεχασμένος από την εκπαίδευσή μας, ο Θουκυδίδης, «Άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί» (Θουκ. Ζ-77).
Στον παραινετικό θουκυδίδειο λόγο προστέθηκε η φωνή ενός άλλου μεγίστου των ελληνικών γραμμάτων, που και αυτός εξοβελίστηκε από το εκπαιδευτικό μας σύστημα, του Παπαδιαμάντη, του αποκαλούμενου Έλληνα Ντοστογιέφσκυ, που μας άφησε τον πιο διδακτικό ορισμό της άμυνας:
«Άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.
Τις ημύνθη περί πάτρης;»
(εφ. Ακρόπολις, 1 Ιαν. 1896)
Τουλάχιστον, αυτή την επετειακή χρονιά των 200 χρόνων από την Απελευθέρωση της χώρας μας ας αναλογιστούμε: ποιοι ήμασταν, ποιοι είμαστε και ποιοι πρέπει να είμαστε, διότι, ακόμα ένας ξεχασμένος από τη μεταπρατική εκπαίδευσή μας, ο Κωστής Παλαμάς, μας νουθετεί:
«Δεν είσθε από τα χέρια σας,
μονάχα όχι· χρωστάτε
σ΄ αυτούς που ήλθαν, πέρασαν,
θαρθούνε, θα περάσουν,
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι Νεκροί»
Χρόνια Πολλά!
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΣΤΟ ΣΤΕΚΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ
1.Γνωρίστε μας δυο-τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα του χαρακτήρα σας.
ΑΠ: Διψασμένος ταξιδευτής. Η ζωή μου ολόκληρη είναι ένα σόλο ταξίδι, αυτοσχεδιάζοντας προορισμούς με πυξίδα την περιέργεια να γνωρίσω κάθε γωνιά της γης. Το ταξιδιωτικό μου «μενού» υπήρξε πλούσιο και απολαυστικό: από τη Γροιλανδία των παγετώνων και την ηφαιστειογενή Ισλανδία έως το κοραλειογενές πολυνησιακό σύμπλεγμα των Μαλδίβων, τον εξωτικό Μαυρίκιο και τη Σρι Λάνκα με τις απέραντες φυτείες τσαγιού στον Ινδικό Ωκεανό· από το Νεπάλ των ακραίων πολιτικών ανακατατάξεων και τη νεκρική ηρεμία του θεοκρατικού Μπουτάν στα Ιμαλάϊα έως την Ανατολική Αφρική του χιονοσκεπούς Κιλιμάτζαρο, της άγριας ζωής της σαβάνας και της αδούλωτης πολεμικής φυλής των Μασάϊ· από το κοραλιογενές τείχος κατά μήκος των ακτών της Ανατολικής Αυστραλίας όπου η φύση αποκαλύπτει το θείο προσωπό της έως τον απροσπέλαστο στον σύγχρονο πολιτισμό ορεινό όγκο του «χρυσού τριγώνου» (Ταϋλάνδη-Λάος-Βιρμανία) που ο άνθρωπος ζει για τη μέθη του οπίου· από το ζάπλουτο, αμερικανότροπο και ισλαμικό Μπρουνέϊ έως τον Κινεζικό κόσμο του κομφουκιανισμού, του ανήσυχου και πρακτικού πνεύματος· από τη Μέση Ανατολή του ράθυμου τρόπου ζωής έως την Ιαπωνία της εντυπωσιακής αυτοπειθαρχίας· από την πνευματική Ινδία έως την υλιστική ευρωατλαντική Δύση· από την Ανατολή της Ελληνορθοδοξίας έως την Κόστα Ρίκα της ελληνολατρείας στην Κεντρική Αμερική. Αυτή η ατέλειωτη Οδύσσεια πηγάζει από την ενδόμυχη ελευθερία της ασυμβίβαστης και ανήσυχης φύσης μου να γνωρίσω πολιτισμούς και να βιώσω εμπειρίες, για να «ξεδιψάσω» λίγο τη δίψα της περιέργειας για τα ήθη και έθιμα των λαών.
- Εκτός από τη λογοτεχνία με τι άλλο ασχολείστε;
ΑΠ: Δεν θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου λογοτέχνη, με την κλασική έννοια του αποδιδόμενου όρου. Μια προσπάθεια που έκανα, με την προτροπή φίλων, να ενταχθώ στην Ένωση Λογοτεχνών, οι διοικούντες την Ένωση με απέρριψαν διά της αγνοήσεως. Θα αυτοχαρακτηριζόμουν «γεω-πολιτισμικός», αν δεν ενοχλεί ο νεολογισμός μου, δηλαδή, κάποιος που μελετά τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, για να ερμηνεύσει συλλογικές συμπεριφορές ανθρώπων, κρατών, γεωγραφικών ενοτήτων.
- Ποιο στοιχείο του χαρακτήρα σας δυσκολεύει τη γραφή σας;
ΑΠ: Είμαι εκ φύσεως του «νοείν». Το ρήμα παρουσιάζει μια πλούσια πολυσημία. Στα Ομηρικά έπη, εμφανίζεται στις διάφορες μορφές του, 142 φορές και αποδίδεται μεταφραστικά στις άλλες γλώσσες με δεκάδες ρήματα και περιφράσεις. Βλέπετε, ο νους είναι ανήσυχος, είναι ένα ακατάπαυστο εργαστήρι που επεξεργάζεται καθετί που προσλαμβάνει σε τρία στάδια: αντίληψη-αξιολόγηση-αυτόνομη δράση/πράξη. Επειδή είμαι του νοείν και όχι του μονόδρομου, της πολιτικής ορθότητας, του ιδεολογικού κομφορμισμού και του νομαδικού τουρισμού, παρασύρομαι στη γραφή μου και βγαίνω από τις νόρμες. Θα το διατυπώσω συγκριτικά. Είμαι, περισσότερο παπαδιαμαντικός, καυστικός στις κάθε είδους ιεραρχίες και οικουμενικός τοπικιστής, γεω-πολιτισμικός γαρ, και λιγότερο ομηρίδης και θουκυδίδειος, δηλαδή, ψυχρός παρατηρητής και ουδέτερος στη γραφή. Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας που κατευθύνει τη γραφή μου, δίνει μεγάλη επιτάχυνση στη σκέψη μου, για να φθάσει και στα άδυτα. Κατά κανόνα, οι υψηλές ταχύτητες, για να είναι ασφαλείς, απαιτούν αυστηρή πειθαρχία που στον επιστημονικό λόγο αποδίδεται ως τεκμηρίωση και παίρνει τη μορφή των υποσημειώσεων με έγκυρες και πολυπληθείς πηγές.
Ο επιστημονικός λόγος είναι η μόνη μορφή λόγου που απαιτεί τεκμηρίωση και αυτό δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα να το πετύχεις. Αυτό καθιστά τη γραφή μου εξαιρετικά απαιτητική και χρονοβόρα, που δεν απευθύνεται στο ευρύ αναγνωστικό κοινό που αναζητά τέρψη και χαλάρωση. Γι΄ αυτό, ούτε υπήρξα ούτε πρόκειται να γίνω στο μέλλον εμπορικός γραφιάς του βιβλίου που «πουλάει». Νοιώθω πολύ άβολα και στο τηλεοπτικό πάνελ, διότι κυριαρχεί ο εντυπωσιασμός. Υπό αυτή την έννοια, η γραφή μου γίνεται ένα ατελείωτο γράψιμο και σβήσιμο, αμέτρητες προσθήκες και αφαιρέσεις μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη μορφή που θα ικανοποιεί και τις πιο αυστηρές απαιτήσεις για την τεκμηρίωση του λόγου μου. Βεβαίως, η επίτευξη του απόλυτου είναι ανθρωπίνως αδύνατη, γι΄ αυτό και μένω με την αίσθηση του ανολοκλήρωτου έργου. Υποσυνείδητες, ίσως, επιρροές από την ψυχολογία του ταξιδευτή, καθόσον το ταξίδι έχει αρχή αλλά ο προορισμός παρουσιάζει πολλά αναπάντεχα και μένει πάντα η αίσθηση της ακόρεστης επιθυμίας, γι΄ αυτό στην καθομιλουμένη λέμε μας αρέσουν τα ταξίδια και όχι το ταξίδι.
4. Συστήσετε μας το νέο σας βιβλίο. Πώς θα πείσετε κάποιον να το προμηθευτεί; ΑΠ: Το βιβλίο τιτλοφορείται, Η Γεωπολιτική της Ελληνικής Γλώσσας. Οδηγός για τον Πρακτικό Νου. Πρωτοεκδόθηκε, τον Ιανουάριο 2020, από τις εκδόσεις του βρετανικού Πανεπιστημίου Plymouth και το κυκλοφορεί σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, τον Ιούλιο 2020. Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, επιτρέψτε μου να απαντήσω κάπως ανορθόδοξα. Στην Ελλάδα, μου το ζήτησε αρχικά να το εκδόσει ένας από τους πιο γνωστούς εμπορικούς εκδοτικούς οίκους, που εκδίδει τα περισσότερα σχολικά βιβλία και, τελικά, το απέρριψε άνευ εξηγήσεως. Εξέδωσε, ωστόσο, βιβλίο που ο συγγραφέας του χαρακτηρίζει εκείνους που υποστηρίζουν τη μοναδικότητα της Ελληνικής, ως γλώσσας εννοιολογικής που αρδεύει όλες τις άλλες γλώσσες, «φασίστες». Σας συστήνω, λοιπόν, το βιβλίο μου ως απορριφθέν από τον μεγαλύτερο εκδότη-προμηθευτή των σχολικών βιβλίων του υπουργείου Παιδείας στη χώρα μας, όταν αυτό ήδη κυκλοφορούσε παγκοσμίως από ένα πολυεθνικό ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των ΗΠΑ. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί ισχυρό κίνητρο να το διαβάσει κανείς;
- Ποιο είναι το μήνυμα ή ενδεχομένως τα μηνύματα που θέλετε να δώσετε, μέσω του βιβλίου σας, στους αναγνώστες σας;
ΑΠ: Είναι τρία και τα ομαδοποιώ ως εξής: Πρώτον, μέσω της Ελληνικής, της ανεξάντλητης δανειοδότριας όλων σχεδόν των γλωσσών του κόσμου, επιβεβαιώνεται η αριστοκρατική καταγωγή μας και αυτό μας αναδεικνύει σε πολιτισμική υπερδύναμη. Δεύτερον, ο πολιτισμός μας είναι πολιτισμός του «συν-», γι΄ αυτό άπειρες λέξεις το έχουν για πρώτο συνθετικό. Είναι ο πολιτισμός της εκκλησίας του δήμου στην κλασική Ελλάδα και των πιστών στην Ορθόδοξη· ή ορθότερα είναι ο πολιτισμός της πόλεως (πολίτης, πολιτική, πολιτισμός) και όχι του κράτους, της άνωθεν επιβολής με νόμους, διατάξεις, ντιρεκτίβες, «Ανεξάρτητες» Αρχές, κατασταλτικούς μηχανισμούς, υπουργεία Παιδείας, Πολιτισμού και Δικαιοσύνης. Τρίτον, προϋπόθεση για να συνειδητοποιήσει κάποιος τα προηγούμενα, είναι η κριτική σκέψη, η «ευβουλία», όπως την αποδίδει ο Πλάτωνας (Πλατ. Δ΄, 428b), που αναδεικνύει τους μορφωμένους (με πνευματική μορφή) και όχι τους «ξηρούς γραμματανθρώπους», παραφράζοντας τον Παπαδιαμάντη. Δύσκολο πράγμα η καλλιέργεια κριτικής σκέψης στην εποχή της εικόνας και της υπερπληροφόρησης αλλά απαραίτητη, διότι, όπως είπε ο Δημόκριτος, «λόγος γαρ έργου σκιή», δηλαδή, ο λόγος, που είναι προϊόν της σκέψης, είναι η σκιά των έργων. Εάν η σκέψη είναι σωστή και τα έργα θα είναι ανάλογα. Το βιβλίο μου είναι ένας πρακτικός οδηγός κριτικής σκέψης.
7. Πόσο καιρό διήρκεσε η διαδρομή ολοκλήρωσης του βιβλίου σας και ποιες δυσκολίες συναντήσατε στην πορεία της συγγραφής του;
ΑΠ: Η ιδέα ξεκίνησε με τα ταξίδια μου ανά τον κόσμο όπου, αντί της Ψωροκώσταινας που προωθεί η ετερόφωτη κρατική Ελλάδα, αντίκρυζα παντού ελληνικές επιγραφές και τους Έλληνες κλασικούς σε όλα τα ράφια βιβλιοπωλείων, και βίωνα ένα απίστευτο θαυμασμό για ό,τι ο ελληνισμός αντιπροσωπεύει. Με την πάροδο του χρόνου, συνειδητοποίησα ότι η Ελληνική, εκτός από μαγευτικό μέσο επικοινωνίας έχει και «γεωπολιτική» υπεραξία, που στη διεθνολογική γλώσσα αποδίδεται με τον όρο «ήπια ισχύς». Και τούτο, διότι είναι συνυφασμένη με την Κριτική Σκέψη, πάνω στην οποία κτίστηκε ένας ολόκληρος πολιτισμός, ο Δυτικός. Γι΄ αυτό, προ δεκαετίας περίπου, την πρωτοεισήγαγα ως μάθημα, σε μεταπτυχιακούς σπουδαστές. Η συγγραφή του βιβλίου είναι η φυσική εξέλιξη του μαθήματος και μου πήρε μια τριετία περίπου να ολοκληρωθεί. Η μεγάλη χρονική διάρκεια ολοκλήρωσης οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είμαι επαγγελματίας φιλόλογος ούτε γλωσσολόγος και έπρεπε να ανατρέχω σε πολλές πηγές, για να τεκμηριώσω τον λόγο μου.
8. Με δυο λέξεις, τί είναι για σας η συγγραφή;
ΑΠ: Είναι νοερή συνομιλία με τον αναγνώστη. Όταν συγ-γράφω, γίνομαι οικουμενικός, αποκτώ παρέα, ανοίγω διάλογο με κάθε αναγνώστη όπου γης. Βλέπετε, αυτό το «συν-» σε εξαγνίζει από εγωτικά πάθη και ατέλειες. Και τούτο, διότι με ακολουθεί και μου υπενθυμίζει τον ρόλο μου, την αριστοκρατική καταγωγή και τις χριστιανικές καταβολές μου, αφού το αρχαιοελληνικό «συν-» έγινε η χριστιανική «αγάπη». Για να μεταχειριστώ τη φρασεολογία μιας από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού, σύμφωνα με τον νομπελίστα Γιώργο Σεφέρη, του αυτοδίδακτου Μακρυγιάννη, οι Έλληνες, από τα παλιά χρόνια, είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Αυτό το «εμείς» μεταφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο και σημαίνει ο πολίτης που σέβεται τον συμ-πολίτη του, τον αναγνώστη. Και τον σέβεται, όταν δεν γράφει ατεκμηρίωτα, πρόχειρα, κολακευτικά ή προκατειλημμένα. Είμαστε, λοιπόν, του Εμείς και όχι του Εγώ, της εκκλησίας (εκ+καλώ=προσκαλώ χωρίς διακρίσεις και με την ελεύθερη βούληση του καθενός να ανταποκριθεί στο κάλεσμα) και όχι της ιδιώτευσης και της ιδιοτέλειας. Αντιλαμβάνεστε τη χαώδη διαφορά μεταξύ του συγγραφέα από τη μια και από την άλλη του δημοσιογράφου, του πολιτικού, του κομματικού και ιδεολόγου ή του γραφιά (αγγλιστί writer) και της αυθεντίας (αγγλιστί author από το authority).
Και επειδή ξέφυγα από τον περιορισμό των δύο λέξεων που μου ζητήσατε στην ερώτησή σας, θα συνοψίσω τη σκέψη μου και θα τη συμπληρώσω, αφού φθάσαμε σε ένα κρίσιμο σημείο που χρήζει περαιτέρω διευκρίνισης. Συγγραφή είναι για μένα ένας ολάκερος πολιτισμός, ο πολιτισμός της πόλεως και του «εμείς», που στην Ελληνική αποδίδεται με το «συν-». Και εδώ συναντώ τους συν-οδοιπόρους μου, τους ποιητές. Συγ-γραφείς και ποιητές είναι της κριτικής σκέψης. Η Ελληνική το επιβεβαιώνει. Η «σκέψη» προέρχεται από το ρήμα σκοπέω/ώ, που η αρχική του σημασία είναι παρατηρώ προσεκτικά, ένα είδος ενεργούς οράσεως διαφορετικό από αυτό που εκφράζουν τα ρήματα ορώ και βλέπω. Η «κριτική» προέρχεται από το κρίνω, που η αρχική του σημασία είναι κοσκινίζω, εξού με τον καιρό καθιερώθηκε με τη σημασία του ζυγίζω προσεκτικά μια απόφαση. Για να κάνω (ποιώ) κάτι σωστά, πρέπει να το δουλέψω εξονυχιστικά. Ο επιστήμονας καταφεύγει στην έρευνα, για να τεκμηριώσει τον λόγο του, ενώ ο ποιητής σμιλεύει τον λόγο του με τις κατάλληλες λέξεις. Και γιατί γίνεται αυτό; Διότι, εάν επαναπαυτώ στο «ποιώ», στο απλό γράψιμο, θα αυτοακυρωθώ, γι΄ αυτό πρέπει να προσβλέπω σε κάτι ανώτερο, να ανέβω βαθμίδα από το ποιώ στο δημιουργώ (δήμος+έργο), δηλαδή, το έργο που θα παράξω πρέπει να είναι ωφέλιμο στον συμ-πολίτη μου, με τον οποίο συν-αποτελούμε τον δήμο (λαό). Βλέπετε, ο πήχης για τον συγγραφέα και τον ποιητή μπαίνει πολύ υψηλά, με τάση προς τα υψηλότερα, αφού αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου (άνω+θρώσκω), ώστε να προσεγγίσουμε την αλήθεια (α+λανθάνω=είμαι κρυμμένος)· δηλαδή, αλήθεια σημαίνει στην Ελληνική, η αποκάλυψη του Όντος-Θεού. Καταπληκτικό! Και η μόνη Αλήθεια είναι ο Ποιητής (όπως αναφέρεται στο σύμβολο της Πίστεως), ο Δημιουργός (που εποίησε τον κόσμο, το μοναδικό κόσμημα ως προσφορά σε κάθε άνθρωπο, χωρίς αποκλεισμούς), ο οποίος είναι και Κριτής (από το κρίνω), διότι ο άνθρωπος τείνει προς το «άγαν» (=υπερβολή), την αρχαιοελληνική «ύβριν».
Δεν θρησκειοποιώ τη συζήτησή μας, απλώς επισημαίνω πως οι ιδιότητες του Θεού –Αλήθεια, Ποιητής, Δημιουργός, Κριτής-, μόνο μέσω της Ελληνικής θα μπορούσε να αποδοθούν με νοηματική ακρίβεια. Και ο ελληνικός πολιτισμός είναι θεοκεντρικός, αν και οι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν θρήσκοι. Πρόκειται για ένα πολιτισμό καθαρά εκκλησιαστικό –του «συν-»-, γι΄ αυτό κτίστηκαν δύο αξεπέραστα αρχιτεκτονικά μνημεία, οι πιο γνωστοί ναοί σε ολόκληρο τον κόσμο: ο Παρθενώνας, για να δοξάζεται η Παρθένος Αθηνά και η Αγιά Σοφιά για να δοξάζεται η Παρθένος Μαρία.
9. Από πού αντλείτε συνήθως τις εμπνεύσεις σας για να προχωρήσετε στη συγγραφή ενός νέου πονήματος;
ΑΠ: Είχε πει ο μεγάλος Ιταλός φιλόσοφος και θεολόγος Θωμάς Ακινάτης, που έζησε τον 13ο αιώνα, «φοβάμαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου». Ο φόβος της άκριτης σκέψης, της τιποτολογίας, κενολογίας και υπεροψίας που γεννά η άγνοια, και εν πολλοίς χαρακτηρίζει τον δημόσιο λόγο στη χώρα μας, με ωθεί να προτείνω στον άνθρωπο του ενός βιβλίου και ένα δεύτερο, που θα του προσφέρει μια άλλη θέαση των πραγμάτων σε καίρια ζητήματα. Ένας άλλος μεγάλος, ο Κινέζος Σουν Τζου που έζησε την ίδια εποχή με τον Σωκράτη είχε πει ότι «αν θέλουμε να κερδίζουμε κάθε μάχη και αγώνα στη ζωή πρέπει να γνωρίζουμε εξίσου καλά τον εαυτόν μας και τον άλλο. Εάν γνωρίζουμε μόνο τον ένα εκ των δύο θα χάνουμε τις μισές μάχες». Γι΄ αυτό, το στοιχείο της δικής μου έμπνευσης είναι το πολιτισμικό, για να ερμηνεύσω συλλογικές συμπεριφορές και καταστάσεις. Να ερμηνεύσω, εν κατακλείδι, την παρακμιακή πορεία του Δυτικού κόσμου και, ιδιαίτερα, της πατρίδας μας, και να ανιχνεύσω τρόπους αναστροφής της πορείας.
10. Πώς αντιδράτε σε μια αρνητική κριτική;
ΑΠ: Σαν ευκαιρία για συ-ζήτηση. Ομολογώ ότι σπάνια γίνομαι δέκτης αρνητικής κριτικής και αυτό το αποδίδω σε δύο λόγους. Είτε, διότι δεν πολυδιαβάζουμε, άρα δεν έχουμε άποψη, είτε διότι γράφω επιστημονικά, με ατέλειωτες υποσημειώσεις, που σημαίνει πως η αντιπαράθεση επιβάλλει την αντιπαραβολή πιο αξιόπιστων πηγών.
11. Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια αλλά και οι μελλοντικοί στόχοι σας;
ΑΠ: Το βιβλίο αυτό αποτελεί το πρώτο δοκίμιο μιας τριλογίας. Ήδη βρίσκομαι στο στάδιο ολοκλήρωσης του δεύτερου δοκιμίου που είναι μια συγκριτική πολιτισμική μελέτη Ανατολής και Δύσης. Το τρίτο, βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο συγγραφής και ολοκληρώνει τον κύκλο μιας ζωής προβληματισμού και αναζήτησης της βαθύτερης έννοιας του ελληνισμού και της ελληνικότητας. Σε τελική ανάλυση, επιχειρώ την ακτινογράφηση του ιστορικού Έλληνα, για να εκτιμήσω τη συμβολή του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η τριλογία αυτή δεν είναι μια απλή θεωρητική άσκηση αλλά ένα εγερτήριο κάλεσμα· ένα εγερτήριο σάλπισμα για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο, όπως το αποκαλεί ένας φλογερός Έλληνας ποιητής, ο Άγγελος Σικελιανός:
«Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ΄ την Ελλάδα·
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
…
»Ομπρός, οι δημιουργοί! Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!»
(Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος, τ. Ε΄, Λυρικά, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης,
Αθήνα: Ίκαρος 2000, σ.173)