Του Στέλιου Τάτση
Στου σπιτιού μου την αυλή χιόνι έπεσε πολύ
ολη η φύση κάτασπρη λευκή
μοιάζει με εικόνα μαγική
μοιάζει με πίνακα ακριβό
που έφτιαξε χέρι Θεϊκό
ντύθηκαν στ’άσπρα δένδρα θάμνοι και φυτά
στο καθένα ράφτηκε ανάλογο κουστούμι
και φαίνονται όλα μαγικά
ένας σκίουρος σοφός
την αυλή με τα πόδια του σκαλίζει
για να βρεί τις λιχουδιές
που είχε προβλέψει να κρύψει για τις βαρυχειμωνιές

ο δρυοκολάπτης με τις κόκκινες πινελιές στα φτερά
με το ράμφος του τον κορμό της μαγνόλιας μου χτυπά
ψάχνει για να βρεί να φά τις σκουλικές τις λιχουδιές που υπεραγαπά.
πέφτουν συνεχώς οι παχιές νιφάδες και στα τζάμια μου κολλούν
και ω τι κρίμα σε δάκρυα μετατρέπονται οχονούς
την μαγεία της αυλής μου σαν μικρό παιδί κοιτώ
και ο νους μου πάει πίσω εις εκείνην που έφυγε και αγαπώ
ήλθαν ξανά οι εικόνες τότε που μαζί και οι δυό
πίναμε το καφεδάκι κοιτώντας τα πουλιά
που τουρτούριζαν εις των δένδρων τα κλαδιά
ξαφνικά ένας καρδινάλιος με όμορφο λοφίο
το παράθυρο με το Ράμφος του χτυπά και ‘σύγρόνως κελαηδά
λες να είναι η ψυχή εκείνης σκέφθηκα και άνοιξα την πόρτα με χαρά
κι’ ένα δάκρυ από το μάτι εις το μάγουλο κυλά
Καλωσόρισες καλή μου στου σπιτιού μας την αυλή να μου πείς
όπως πάντα πόσο πολύ με καρτερείς στην αιώνια αυλή.
