Του Στέλιου Τάτση
Οι μέρες βασιλεύουν και πήρα φόρα να τελειώσω τις δουλειές μου να πάρω τα μπογαλάκια μου να πεταχτώ στην Κοζάνη να μείνω κι’ εκεί μερικές μέρες με την κόρη μου την Ειρήνη και στη συνέχεια να πετάξω στην Νέα Υόρκη. Τα χρόνια πέρασαν, οι περισσότεροι φίλοι έφυγαν και όλα φαίνονται παράξενα και αλλαγμένα.
Σήμερα το πρωί κατέβηκα στη χώρα να τακτοποιήσω κάποια απαραίτητα πράγματα για να κοιμάμαι ήσυχος όταν περάσω ευνοϊκά από την ζυγαριά του Αρχηγού των αγγέλων Μιχαήλ.
Οι δουλειές για να γίνουν πρέπει πρώτα να παρκάρεις και στη συνέχεια με τα δύο να μεταβείς όπου δεί. Ευτυχώς ο νύν Δήμαρχος Σταμάτης Κάρμαντζης μεταξύ των πολλών άλλων καλών που έχει κάνει, έφτιαξε και πολλούς χώρους για πάρκινγκ. Παρκάρισα και περπατώντας έξω από τον κήπο, συνάντησα κάποιον άστεγο που με τις νότες του μπουζουκιού του προσπαθούσε να μαζέψει τα καθημερινά του έξοδα, κυρίως το ημερήσιο φαγητό του.
Έριξα στο καπέλο του ένα κέρμα δυο ευρώ και συνέχισα να πάω στον προορισμό μου. Ήταν περίπου 12,30 μετά το μεσημέρι όταν ξαναπέρασα από το ίδιο μέρος, ήταν ακόμη εκεί και τσουγκράνιζε το μπουζούκι του. Έριξα μια ματιά στο καπέλο του και είδα πως τα κέρματα ηταν λιγοστά, τον λυπήθηκα με την σκέψη πως ίσως σήμερα να την έβγαζε νηστικός. Στη ζωή μου προσπαθώ να αποφεύγω να δίνω χρήματα σ’αυτούς τους τύπους γιατί δεν γνωρίζω τα χούγια…..τους και συνηθίζω μα τους παρέχω τροφή. Κεσάτια σήμερα του είπα κι’εκείνος που το ένστικτό του του έλεγε πως κάτι καλό θα του βγεί από εμένα, μου έριξε μια ματιά που έμοιαζε με τεράστια αγκαλιά και μου έσπασε ένα χαμόγελο που έμοιαζε με ρόδον που έβγαινε μέσα από αγκάθι. Τι θα φάς σήμερα τον ρώτησα; Μάλλον τίποτα μου είπε.
Ξέρεις κάτι; Εγώ τώρα θα πάω στο εστιατόριο Βυζάντιο να πάρω μεσημεριανό, θέλεις να έλθεις να σου κάνω το τραπέζι; Να φάμε παρέα και να κουβεντιάσουμε;
Πετάχτηκε σαν ελατήριο λεγοντάς μου μετά χαράς κύριε. Δεν θα με ξαναπείς κύριο, Κύριος είναι ο Χριστός μας, με λένε Στέλιο και έτσι θα με αποκαλείς. Έβαλε το μπουζούκι του στην θήκη και με ακολούθησε. Σε λίγο φθάσαμε στο Βυζάντιο , βρήκαμε τραπέζι για δύο, καθήσαμε και αμέσως πήγε στη μόστρα όπου ήταν τα ταψιά με τα φαγητά. Έχει ωραία γεμιστά, τα νοσταλγώ γιατί έχω πολύ καιρό να τα φάω. Κι’εγώ το ίδιο θα πάρω του είπα και το χάρηκε.
Στέλιο μου λέγει να πιώ και ένα ποτηράκι κρασί; να πιείς του είπα και παρήγγειλα μία φιάλη μαλαματένια (ρετσίνα) του άρεσε πολύ και ήθελε να τσουγκρίσουμε, στην υγειά μας είπαμε
και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια. Εγώ ήπια ένα δάχτυλο, το υπόλοιπο το είπιε εκείνος και μέσα από την ιστορία του κατάλαβα πως τώρα ίσως αυτό να είναι το πρόβλημά του, το αλκοόλ.
Τον αρώτησα που μένει. Σ’ένα βράχο που έχει μια φυσική σπηλιά και είναι στον Ράχτη του Βροντάδου μου απήντησε, από τον Ράχτη πίνω και νερό και το χρησιμοποιώ για να πλένομαι και να πλένω τα ρούχα μου. Τον χειμώνα πως την βγάζεις; Εχω ένα μισοβάρελο και με ξύλα που μαζεύω το κάνω μαγκάλι. Θέλεις να πας στο γηροκομείο; τον αρώτησα, γνωρίζω τον διευθυντή και μπορώ να του μιλήσω. Ποιόν τον κύριο Σταμούλη μου λέγει τον ξέρω, είναι πάρα πολύ καλός και δραστήριος. Πως τον γνωρίζεις; Ημουν εκεί και έφυγα, γιατί δεν μπορούσα να βλέπω ανθρώπους να υποφέρουν, και να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μου.
Εσύ πως τον γνωρίζεις με ρώτησε και του είπα πως μένω Νέα Υόρκη και ανήκω στον Σύλλογο Κοραή και έχουμε κάνει πολλές δωρεές, με εξέπληξε τα γνώριζε όλα, τα κλιματιστικά, το επαγγελματικό πλυντήριο και στεγνωτήριο και πολλά άλλα και φώναξε δυνατά μπράβο σας είστε αξιέπαινοι και όλοι οι γύρω που τον άκουσαν είπαν κι’αυτοί μπράβο στον Κοραή.
Καθήσαμε αρκετή ώρα, μου είπε πάρα πολλά, είναι σύμφωνα με αυτά που μου είπε, θύμα τριών γυναικών που γνώρισε στη ζωή του αλλά και ενδοιοικογενειακό, ο πατέρας του είχε κάνει γενικό πληρεξούσιο τον αδελφό του και όταν ο Πατέρας πέθανε τα πήρε όλα αυτός, γι’αυτό εμείς οι γονείς φέρουμε μεγάλη ευθύνη και μέλημά μας πρέπει να είναι η διατήρηση της ενδοοικογενειακής αγάπης .
Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα, κατάλαβα πως του άρεσε, πως εκείνες τις στιγμές ζούσε κάτι το διαφορετικό, κάτι που το απολάμβανε, ένοιωθε πάλι σαν άνθρωπος. Μου έκανε μια αγκαλιά, πήρε το μπουζούκι του, με αποχαιρέτησε χαμογελώντας και έφυγε.
Αντίο του είπα και πριν να φύγω θα σε ξαναδώ.